- επιδιαιτητικός
- η , ό[ν] относящийся к высшему арбитражу, к суперарбитражу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιδιαιτητικός — ή, ό [επιδιαιτητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιδιαιτησία … Dictionary of Greek